Παρασκευή 24 Απριλίου 2009

Ευαγόρας Παλληκαρίδης: Θερμός αγωνιστής – χαρισματικός ποιητής



Η αδελφή του Ευαγόρα, κυρία Μαρούλα Βρυωνίδη – Παλληκαρίδη



Το 1955 ορκίζεται μέλος της ΕΟΚΑ και αμέσως μετά συμμετέχει στην ανατίναξη των δικαστηρίων της Πάφου. Λίγους μήνες αργότερα συνελήφθη, αλλά αφέθηκε ελεύθερος με εγγύηση μέχρι τη δίκη. Ο Ευαγόρας καταλαβαίνει πια πως τα περιθώρια στενεύουν και μόνη λύση που του απομένει είναι το αντάρτικο. Πριν πάρει το δρόμο για τα βουνά της Πάφου, αφήνει πάνω στην έδρα της τάξης του μια αποχαιρετιστήρια επιστολή προς τους συμμαθητές του, από την οποία ξεχωρίζει το πηγαίο του ποίημα ΛΕΥΤΕΡΙΑ:

Θα πάρω μιαν ανηφοριά,
Θα πάρω μονοπάτια,
Να βρω τα σκαλοπάτια
Που παν στη Λευτεριά

Θ’ αφήσω αδέρφια, συγγενείς,
τη ΜΑΝΑ, τον ΠΑΤΕΡΑ,
μεσ’ τα λαγκάδια πέρα,
και τις βουνοπλαγιές.

Ψάχνοντας για τη λευτεριά,
θα ’χω παρέα ΜΟΝΗ,
κατάλευκο το χιόνι,
βουνά και ρεματιές.

Στο βουνό γίνεται ο εφιάλτης των Βρετανών, που τελικά θα τον συλλάβουν το Φεβρουάριο του 1957 και θα τον καταδικάσουν σε απαγχονισμό. «Ο, τι έκανα, το έκανα για την πατρίδα μου», θα πει με παρρησία στην απολογία του. Η παγκόσμια κατακραυγή πέφτει στο κενό, όπως και η αίτηση χάριτος προς την Ελισάβετ.
«Θυμάμαι, σα να ήταν χθες», αναπολεί συγκινημένη η αδελφή του Ευαγόρα, κυρία Μαρούλα Βρυωνίδη – Παλληκαρίδη, «εκείνο το κρύο και μουντό απόγευμα της 13ης Μαρτίου του 1957. Ήταν η τελευταία επίσκεψή μας στον Ευαγόρα. Τον βρήκαμε όρθιο στο κελί του, πίσω από την κλειστή πόρτα. Μας χώριζε πυκνό σύρμα. Στεκόταν ευθυτενής και σίγουρος, έτοιμος να αντιμετωπίσει αυτό που θα συνέβαινε σε λίγες ώρες… το θάνατο. «Δεν θέλω να κλάψετε, ούτε να στεναχωριέστε», μας είπε. «Εγώ θα πάω στο Θεό και θα τον παρακαλέσω να είμαι ο τελευταίος που απαγχονίζεται».
Ζητήσαμε από τους φρουρούς να μας ανοίξουν, για ένα τελευταίο αγκάλιασμα, ένα τελευταίο φιλί. Όμως η απάντηση ήρθε σκληρή: «Δεν επιτρέπεται».
Λίγο πριν τα μεσάνυχτα της ίδιας μέρας ο δεκαεννιάχρονος Βαγορής οδηγήθηκε στην αγχόνη, που είχαν στήσει οι Βρετανοί στις κεντρικές φυλακές Λευκωσίας. Δεν τόλμησαν να παραδώσουν τη σορό του στους οικείους για ταφή. Φοβήθηκαν μεγάλη εξέγερση. Τον έθαψαν στο νεκροταφείο που είχαν φτιάξει μέσα στις φυλακές, στον ίδιο τάφο που έντεκα μέρες πριν είχαν θάψει έναν άλλο μεγάλο ήρωα, τον Γρηγόρη Αυξεντίου.
Ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης, διαβαίνοντας τ’ ακροσύνορα της ιστορικής αθανασίας, με τη θυσία του έγινε δρομοδείχτης για κάθε σκλαβωμένο, εξάγγελος κι αρχάγγελος, σηματωρός της λευτεριάς σε κάθε αγώνα, έγινε σύμβολο πολύτιμο στους καιρούς της παγκοσμιοποίησης και των χαμένων ιδανικών. Στους καιρούς όπου οι αγώνες των «αριήφατων» έγιναν υποσημειώσεις και παραθέματα σε σχολικά εγχειρίδια. Πακτωλός ποίησης και έμπνευσης εξάλλου, άφησε πάνω από πεντακόσια ποιήματα – μερικά από τα οποία μελοποιήθηκαν από τον Μάριο Τόκα στη συλλογή του «Ψυχή τε και σώματι» - πατριωτικά, φιλοσοφικά, ερωτικά, αλλά και σωρεία πεζογραφημάτων.