Ερείπια της Παλμύρας
Όσο περνά ο καιρός και κάνω ένα προχώρημα
βαθύτερο
μες στην παραδοχή, τόσο καταλαβαίνω
γιατί
βαραίνεις κι αποχτάς τη σημασία
που
δίνουν στα ερείπια οι άνθρωποι. Εδώ που όλα
σκουπίζονται,
τα μάρμαρα κι οι πέτρες κι η ιστορία
μένεις
εσύ με την πυρακτωμένη σου πνοή για να θυμίζεις
το
πέρασμα ανάμεσα στην ομορφιά, τη μνήμη
εκείνου
που εσίγησε ανεπαίσθητα εντός μου
σφαδάζοντας
στην ίδια του κατάρρευση κι ακόμα
τους
άλλους που ανύποπτοι μες σε βαθύν ύπνο διαρρέουν.
Όσο
περνά ο καιρός και προχωρώ βαθύτερα
στο
ακίνητο φθινόπωρο που μαλακώνει πλένοντας
με
φως τα πεζοδρόμια, τόσο βλέπω
στη
χρυσωμένη δωρεά του ήλιου μια εγκατάλειψη
για
όσα περιμένω και δεν πήρα, για όσα
μου
ζήτησαν κι αρνήθηκα μη έχοντας, για όσα
μοιράστηκα
απερίσκεπτα και μένω
ξένος
και κουρελιάρης τώρα.
Μα όταν
μες
στη θρυμματισμένη θύμηση αναδεύω
ερείπια,
βρίσκω απόκριση βαθιά γιατί τα μάρμαρα
κι
οι πέτρες κι η ιστορία μένουν για να θυμίζουν
το
πέρασμά σου ανάμεσα στην ομορφιά - απόκριση
Nίκος-Αλέξης Ασλάνογλου
Από
την ενότητα «Ο θάνατος του Μύρωνα»,
1954 - 1959