Τ’ ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού
η μεγάλη πέτρα κοντά στις αγριοσυκιές και τ’ ασφοδίλια
το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας
και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου
χρυσά’ τ’ άστρα του Κύκνου κι’ εκείνο τ’ άστρο ό Αλδεβαράν.
Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας
ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής
σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς,
καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει.
Κράτησα τη ζωή μου˙ στ’ αριστερό σου χέρι μια γραμμή
μια χαρακιά στο γόνατο σου, τάχα να υπάρχουν
στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα
να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω
γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή.
Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν μήτε ή γυναίκα
περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της.
Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές˙ o χιονισμένος
κάμπος, ως πέρα ό χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν
μήτε o καιρός κλειστός σε βουβά ερημοκλήσια μήτε
τα χέρια που απλώνονται για να γυρέψουν, κι’ οι δρόμοι.
Κράτησα τη ζωή μου ψιθυριστά μέσα στην απέραντησιωπή
δεν ξέρω πια να μιλήσω μήτε να συλλογιστώ· ψίθυροι
σαν την ανάσα του κυπαρισσιού τη νύχτα εκείνη
σαν την ανθρώπινη φωνή της νυχτερινής θάλασσας στα χαλίκια
σαν την ανάμνηση, της φωνής σου λέγοντας «ευτυχία».
Κλείνω τα μάτια γυρεύοντας το μυστικό συναπάντημα των νερών
κάτω απ’ τον πάγο το χαμογέλιο της θάλασσας τα κλειστά πηγάδια
ψηλαφώντας με τις δικές μου φλέβες τις φλέβες εκείνες
πού μου ξεφεύγουν
εκεί πού τελειώνουν τα νερολούλουδα κι’ αυτός ό άνθρωπος
πού βηματίζει τυφλός πάνω στο χιόνι της σιωπής.
Κράτησα τη ζωή μου, μαζί του, γυρεύοντας το νερό πού σ’ αγγίζει
στάλες βαρειές πάνω στα πράσινα φύλλα, στο πρόσωπο σου
μέσα στον άδειο κήπο, στάλες στην ακίνητη δεξαμενή
βρίσκοντας έναν κύκνο νεκρό μέσα στα κάτασπρα φτερά του,
δέντρα ζωντανά και τα μάτια σου προσηλωμένα.
Ό δρόμος αυτός δεν τελειώνει δεν έχει αλλαγή, όσο γυρεύεις
να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια, εκείνους πού έφυγαν εκείνους
πού χάθηκαν μέσα στον ύπνο τους πελαγίσιους τάφους,
όσο ζητάς τα σώματα πού αγάπησες να σκύψουν
κάτω από τα σκληρά κλωνάρια των πλατάνων εκεί
πού στάθηκε μια αχτίδα του ήλιου γυμνωμένη
και σκίρτησε ένας σκύλος και φτεροκόπησε ή καρδιά σου,
ό δρόμος δεν έχει αλλαγή˙ κράτησα τη ζωή μου.
Το χιόνι
και το νερό παγωμένο στα πατήματα των αλόγων.