Αποσπάσματα απο το Πεθαίνω σα χώρα του Δημήτρη Δημητριάδη
Θα νόμιζε κανείς ότι από τη μια στιγμή στην άλλη (είχε κρατήσει όμως αιώνες αυτή η διαδικασία) κάποια ριζική και αμετάκλητη αλλαγή είχε συντελεστεί στον φυλετικό πυρήνα όλου αυτού του κόσμου μετά την αναγγελία πως κατέρρευσε το νότιο μέτωπο, επιβεβαίωση που επισφραγίστηκε με το λόγο του προέδρου της Δημοκρατίας- σε τόνο αυστηρό και δήθεν μεγαλοπρεπή (: ένας πρώην αυτοκράτωρ που δείχνει με ψωραλέα έπαρση τη ρημαγμένη του παράγκα αποκαλώντας την Ιμπέριουμ …) υπενθύμισε για μια ακόμα φορά την υποχρέωση του καθενός να παραμείνει πιστός στην παρακαταθήκη του παρελθόντος και την εθνική ανάγκη να περισωθεί τουλάχιστον η αξιοπρέπεια της χώρας.
Εν τω μεταξύ, τίποτα δεν μπορούσε πια να μείνει κρυφό, και μολονότι τα νέα που έφταναν ήταν αντιφατικά και συγκεχυμένα προκαλώντας αλληλοαναιρούμενες εξάρσεις στα πλήθη, ποτέ δεν έφεραν κάποιον αέρα αισιοδοξίας, το αντίθετο, οι ελπίδες όλο και λιγόστευαν (τις στιγμές εκείνες, τίποτε δεν υπήρχε πιο αόριστο από τη λέξη ελπίδα και τίποτα πιο σκοτεινό από το νόημά της), ώσπου μαθεύτηκε πως είχε καταρρεύσει και το ανατολικό μέτωπο, και αυτό έκανε τον κόσμο να επιταχύνει την κίνησή του προς τα βόρεια.
Μέσα στο γενικό χάος, η κίνηση αυτή είχε τη θέση της γιατί ήταν μια κίνηση καθαρής απελπισίας με τάσεις συγχρόνως αυτοκαταστροφής και αυτοσυντήρησης αφού η χώρα ήταν κυκλωμένη από όλες βέβαια τις μεριές μα είχε και τις βουνοκορφές της στα βόρεια που πρόσφεραν για λίγο την ανακουφιστική ψευδαίσθηση του απόρθητου καταφύγιου, όμως, καθώς δεν είχε καμιά διέξοδο προς τη θάλασσα το αίσθημα της ασφυξίας ξαφνικά και του αδιεξόδου, της παγίδευσης, της περίσφιγξης, του κλοιού, του πνιγμού…
…Το αδιέξοδο της χώρας ήταν στις ψυχές των κατοίκων της ή πως η ψυχή όλων των κατοίκων της δεν ήταν παρά το δικό της αδιέξοδο. Γιατί η μετάβαση από τον ένα ιστορικό κύκλο στον άλλο είχε εξαντλήσει και την τελευταία της περιστροφή…
Όποιος δεν έχει δει ανθρώπους να πεθαίνουν σφυροκοπημένοι από αόρατο χέρι στους δρόμους, δεν μπορεί να καταλάβει τι σημαίνει και τι είναι ο θάνατος μιας χώρας…
Τι άλλο είναι ο παράδεισος, τουλάχιστον για κείνους που υφίστανται την απάτη και τον μαγνητισμό της ύλης συνειδητά, παρά το πολυπόθητο και σπανιότατα κατορθωτό πέρασμα της ψυχής από την αφασία της γλώσσας στο παλλόμενο, γεώδες, αχειρότμητο και αλάξευτο βασίλειο των λέξεων, εν ζωή;…Η αθανασία είναι λέξεις. Η βασιλεία των ουρανών είναι μια ψυχή ομιλούσα αχαλίνωτα…
…Οι λέξεις είχαν ξεφύγει οριστικά από τη δικαιοδοσία των πολιτικών και των στρατιωτικών που δεν ήξεραν πια με τι να καμουφλάρουν μια πραγματικότητα που πρώτα αυτούς τους ίδιους άρχισε να τρομάζει σπέρνοντας σ αυτές τις αδυσώπητες, αδίσταχτες, αδιάντροπες, αδάκρυτες καρδιές τον υπονομευτικό φόβο του απείρου, της μοναξιάς και του θανάτου, κι έκαναν την εμφάνισή τους κρούσματα πρωθυπουργών και υπουργών που δεν έπεφταν για ύπνο αν δεν ήταν βέβαιοι πως όλη τη νύχτα θα τους κρατούσε το χέρι ο καμαριέρης τους… ή κρούσματα αξιωματικών, κυρίως ανωτέρων, που δεν μπορούσαν πια να μένουν μόνοι τους σε ένα άδειο δωμάτιο, έτρεμαν το σκοτάδι και άνοιγαν συνεχώς συζητήσεις πάνω στο θέμα της διαλυόμενης, όπως έλεγαν, σκόνης στην οποία θα καταλήγανε «μέσα σε μια αιωνιότητα αμείωτου κενού»…
…Οι γυναίκες κατάλαβαν πως υπάρχουν πολλών ειδών απελπισίες και πως ένα είδος τους ανήκει αποκλειστικά και στους αιώνες-, τη χρονιά εκείνη έγιναν οι περισσότερες συνομωσίες στα ανώτατα κρατικά κλιμάκια, κοπάδια βουλευτών εξαγοράζονταν και προσχωρούσαν κορδωμένοι στην ακριβώς αντίθετη παράταξη μόνο και μόνο για να ικανοποιήσουν προσωπικές ή οικογενειακές φιλοδοξίες (ένας, λένε, δέχτηκε να γίνει υπουργός για να δώσει μια τελευταία χαρά στην ετοιμοθάνατη γριά μητέρα του γιατί την είχε φάει το μαράζι που ο γιός της είχε γεράσει βουλευτής), οι φανατικοί πατριώτες και εθνικόφρονες φυγάδευσαν περιουσίες ολόκληρες στο εξωτερικό με τη βοήθεια των αλληλοκαθρεφτιζόμενων καθεστώτων που ορισμένοι από αυτούς τα κρατούσαν με τα λεφτά τους και τις διασυνδέσεις τους στην εξουσία …
…Οι κυβερνήσεις διαδέχονταν η μια την άλλη μ έναν πυρετώδη ρυθμό αλληλουχίας αποτυχιών, εγκλημάτων κι αναρίθμητων μορφών ανικανότητας που έφτανε στα όρια της πνευματικής παραλυσίας, φρενιασμένοι οπαδοί πεθαμένων πολιτικών αρχηγών τους έβγαλαν από τους τάφους τους και κρατώντας τους ψηλά μέσα στα λασπωμένα φέρετρά τους, τους περιέφεραν στους δρόμους ζητώντας με εξτρεμιστικά συνθήματα την επαναφορά τους στην ενεργό πολιτική γιατί υποστήριζαν πως μόνο αυτοί θα γλίτωναν τη χώρα από την ολοκληρωτική της εξαφάνιση (…) φανατισμένοι λόγιοι έβγαιναν στα μπαλκόνια τους και παρακινούσαν τα σαστισμένα πλήθη ν’ απαρνηθούν τη ζωή, να τρέφονται μόνο με ρίζες και να αναπαράγονται πλαγιάζοντας με ακρωτηριασμένα αγάλματα, μέσα σε μια συναισθηματική κι ιδεολογική παράκρουση όμοια μ’ εκείνων που προσπαθούσαν να επέμβουν στην καυτή πραγματικότητα για να την αλλάξουν ριζικά εφαρμόζοντας πολιτικά προγράμματα που ήταν επινοήσεις άλλων εποχών…
…Οι νόμοι ακυρώθηκαν με την αυτοκατάργησή τους. Οι θεσμοί αντιστράφηκαν κι άρχισε να εφαρμόζεται το εντελώς αντίθετό τους…
…Τώρα όλα αυτά τα ρουφούσε για πάντα μια μαύρη λάσπη… Πολύκλαδα και βαθύρριζα δέντρα γενεαλογικά ρίχτηκαν στη φωτιά. Ληξιαρχεία τινάχτηκαν στον αέρα. Τα μεγαλύτερα πλιάτσικα γίνανε στα μουσεία και στα αρχεία του κράτους. Μυθώδεις περιουσίες δημεύτηκαν. Αποκαλύφθηκαν αίσχη και αίσχη, σε μια κρίση εθνικού αυτοκολασμού…Η ερωτική ζωή τετρακοσίων τουλάχιστον πρωθυπουργών αποτέλεσε το θέμα οργιαστικών ταινιών στηριγμένων σε αδιάψευστα τεκμήρια. Δημόσιοι άνδρες, που δεν πρόλαβαν να το σκάσουν στο εξωτερικό εγκαίρως, υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν ανώτατα αξιώματα και να προβούν σε εξομολογήσεις μπροστά σε αφρίζουσες μάζες λαού που τους λιντσάριζαν και μετά τους έτρωγαν με την εκδικητική λύσσα των αδικημένων…
…Ξανασχεδιάστηκε η ρυμοτομία των πόλεων, που γκρεμίστηκαν συθέμελα και ξαναχτίστηκαν από την αρχή. Η εκμετάλλευση του υπεδάφους πέρασε σε άλλα χέρια (…) Το όνομα της χώρας άλλαξε. Το νέο δε θύμιζε σε τίποτα το παλιό…
…Μια γυναίκα…δεν είναι σα μια χώρα που αξιοποιεί τα ερείπιά της, τους τάφους της…που τα ξεπουλάει όλα για εθνικό συνάλλαγμα…ζώντας απ αυτά. Εγώ δε θέλω να’ μαι χώρα. Δεν είμαι χώρα. Δεν θέλω να είμ’ αυτή η χώρα. Αυτή η χώρα είναι νεκρόφιλη, κοπρολάγνα, σοδομίστρια, πουτάνα, μαστροπός και φόνισσα. Εγώ θέλω να είμαι η ζωή, θέλω να ζήσω, θα’θελα να ζήσω, θά’ θελα να μπορούσα να ζήσω, θα’ μουν ευτυχισμένη τώρα αν ήθελα να ζήσω…όμως αυτή η χώρα δεν μ’ αφήνει να το θέλω, δεν μ’ αφήνει να είμαι η ζωή, να δίνω τη ζωή…
Αυτή η χώρα είναι το χτικιό μας. Θα μας πεθάνει, θα μας ξεκάνει. Πως θα γλιτώσουμε; Μας πίνει το αίμα, μας το πίνει. Δεν μ’ αφήνει πια ούτε να κοιμηθώ, μου έχει κλέψει και τον ύπνο…
Το χώμα της έχει πάρει το σχήμα μου…Το σώμα μου έχει πια τις διαστάσεις της…Έχει μέσα μου τη μοίρα της…Πεθαίνω σα χώρα…