Είδα τα καλύτερα πνεύματα της γενιάς μου αφανισμένα απ' την τρέλα...
Είδα τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου χαλασμένα απ' την τρέλα, λιμασμένα υστερικά γυμνά, να σέρνονται μες απ' τους νέγρικους δρόμους την αυγή γυρεύοντας μια φλογισμένη δόση, χίπστερς αγγελοκέφαλοι που καίγονταν για τον αρχαίο επουράνιο δεσμό με το αστρικό δυναμό στο μηχανοστάσιο της νύχτας, με φτώχεια και κουρέλια και βαθουλωμένα μάτια, και φτιαγμένοι ξενυχτούσαν καπνίζοντας στο υπερφυσικό σκοτάδι παγωμένων διαμερισμάτων, αρμενίζοντας πάν' απ' τις κορφές των πόλεων, αφοσιωμένοι στην τζαζ
. . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Που πέρασαν μες απ' τα πανεπιστήμια με μάτια ανοιχτά κι αχτινοβόλα με παραισθήσεις του Αρκανσω κι οράματα τραγουδιών με φως του Μπλέηκ ανάμεσα στους μανδαρίνους του πολέμου
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Που καταπίνανε φωτιά στους τεκέδες ή πίναν ελιξήρια τρεμαντίνας στο Πάρανταϊς Αλλεϋ, θάνατος, ή τυρρανούσαν τα κορμιά τους κάθε νύχτα
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Που στρώθηκαν στον υπόγειο για την ατέλειωτη βόλτα απ' το Μπάττερο στο άγιο Μπρονξ, με μπεζαντρίν ωσότου των τροχών ο θόρυβος και τα παιδιά τους συνεφέρουν, τρέμοντας και ψελλίζοντας και βαρεμένοι, ξεγυμνωμένοι από μυαλό, ξεστραγγισμένοι από ευφυία, στο πληχτικό φως του ζωολογικού κήπου
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Που γύμνωσαν το μυαλό τους στα Ουράνια κάτ' απ' τον εναέριο σιδηρόδρομο
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Που τρέμανε σ' αξύριστα δωμάτια με τα εσώρουχα, καίγοντας τα λεφτά τους σε καλάθια αχρήστων και στήνοντας τ' αυτί στον Τρόμο μέσ' απ' τον τοίχο
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Που ονειρεύονταν και παγίδευαν τον αρχάγγελο της ψυχής ανάμεσα σε δύο οπτικές εικόνες και δένανε μαζί τα στοιχειώδη ρήματα και βάζανε το ουσιαστικό και την παύλα της συνείδησης πηδώντας με την αίσθηση του Pater Οmniροtens Αeterna Deus
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Πατηθήκανε από τα μεθυσμένα ταξί της Απολύτου Πραγματικότητας
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Τραγούδησαν το βάσανο γι' αγάπη του γυμνού αμερικάνικου μυαλού με μια ηλί ηλί λαμά σαβαχθανί σαξοφωνική κραυγή
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Με την απόλυτη καρδιά του ποιήματος της ζωής σφαγμένη και πεταμένη έξω απ' τα κορμιά τους καλή για φάγωμα για χίλια χρόνια
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Οράματα! οιωνοί! φωτοχυσίες! θρησκείες! θαύματα! εκστάσεις! τα πήρε τ' αμερικάνικο ποτάμι
Άλαν Γκίνσμπεργκ