Πέμπτη 14 Αυγούστου 2014

Το αετόπουλο


Θα προσπαθήσω να ανασυνθέσω εικόνες, αισθήματα από το παρελθόν, καθώς προϊούσης της ηλικίας όλα αυτά αναζητούν διέξοδο από τον τόπο που τα φύλαγα τόσα χρόνια.

Τα χρόνια της γερμανικής κατοχής δεν πέρασαν χωρίς να αφήσουν σημάδια. Τα βάσανα, η στενοχώρια, η θλίψη και η αρρώστια κατέστρεψαν την υγεία της μητέρας μας. Παρά τις μεγάλες προσπάθειες του πατέρα μας να την θεραπεύσει από την αρρώστια, δυστυχώς δεν τα κατάφερε.
Με την αναχώρηση του, στο βουνό, στο Δημοκρατικό στρατό, μείναμε τέσσερα απροστάτευτα παιδιά. Όσο περνούσε ο καιρός η κατάσταση γινόταν όλο και πιο δύσκολη. Από την ημέρα που έφυγε ο πατέρας μας δεν γνωρίζαμε που βρισκόταν και αν είναι ζωντανός.
Την 6η Ιουνίου 1948 στο χωριό μας έρχεται μια ομάδα ανταρτών τρομαγμένη και πολύ βιαστική. Χωρίς να υποψιαστούμε τι συμβαίνει μας γνωστοποιούν πως ο πατέρας μας, ζήτησε να τα παρατήσουμε όλα και να φύγουμε από το χωριό παίρνοντας μαζί μας ό,τι μπορούμε.

Εμείς χωρίς να γνωρίζουμε πού βρίσκεται ο πατέρας μας αφήσαμε όλη την περιουσία που αποκτήθηκε με βάσανα και θυσίες. Μέσα σε μισό αιώνα, για δεύτερη φορά, ξεριζώθηκε και διαλύθηκε μια περιουσία.
Με πολλές δυσκολίες και ταλαιπωρίες, μετά από 18 ημερόνυχτα πορείας, φτάσαμε κοντά στα σύνορα της Γιουγκοσλαβίας, εκεί μας ενημέρωσαν για τον προορισμό μας και μας είπαν πως ότι πράγματα και ρούχα είχαμε έπρεπε να τα αφήσουμε εκεί, διότι όταν θα περνούσαμε τα σύνορα θα μας έδιναν ολοκαίνουργια. Πιστεύοντας όσα μας υποσχέθηκαν, αφήσαμε ότι είχαμε και πήραμε μαζί μας μια κουβέρτα. Περάσαμε τα σύνορα και μας παραδώσανε στις Γιουγκοσλαβικές υπηρεσίες.

Φτάσαμε στην πόλη Πίτολια, όπου μείναμε περίπου μια εβδομάδα και κάθε μέρα περιμέναμε πότε θα γίνει αυτό το θαύμα που μας υποσχέθηκαν. Όμως δυστυχώς, ώσπου να γίνει αυτό το θαύμα πέρασε πάρα πολύς καιρός, γυρνούσαμε ξυπόλυτοι και είχαμε αυτή τη μια και μοναδική κουβέρτα την οποία μοιραζόμασταν και οι τέσσερις.

Μια μέρα μας ενημέρωσαν να ετοιμαστούμε θα μας μετέφεραν σε άλλη πόλη. Φτάνοντας, νομίζω πως ήταν το Ζάγκρεμπ, ακουγόταν μουσική ορχήστρας. Όταν σταμάτησε το τρένο, κορίτσια και αγόρια μας προσέφεραν λουλούδια για να μας καλωσορίσουν.
Από εδώ άρχισε να αλλάζει η ζωής αυτού του βασανισμένου κόσμου μακριά από την πατρίδα του και τους αγαπημένους του ανθρώπους. Φτάσαμε στον προορισμό μας, ήταν η πόλη Τσιρκβένιτσα. Εδώ έγινε αυτό το θαύμα που μας υποσχέθηκαν πριν περάσουμε τα σύνορα της Γιουγκοσλαβίας.