«Υπέρ ευχής Αρτεμισίου και παντός του οίκου αυτού» |
Λίγο πριν το τέλος της Ιεράς Οδού, στην κεντρική πλατεία
της Ελευσίνας, στέκει ιερός ναός αφιερωμένος στον Προφήτη Ζαχαρία.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία του περιηγητή Blouet1, μετά την επανάσταση, στα 1829 είναι το μόνο κτίσμα της πόλης που έμεινε άθικτο. Η παρουσία του επιβλητική μέσα
στην απλότητά του.
Περίφραξη οριοθετεί τον προαύλιο χώρο του ναού, η είσοδος
στον οποίο απαιτεί από τον επισκέπτη να κατέβει από το επίπεδο της πλατείας
πατώντας σε μαρμάρινα πολυπατημένα σκαλοπάτια. Ο χώρος του προαυλίου γεμάτος με
δέντρα και απομεινάρια από τη παλαιοχριστιανική βασιλική, επάνω στην
οποία κτίστηκε ο μεταγενέστερος ναός.
Στο χώρο αυτό λειτούργησε περίπου από τα μέσα έως τα τέλη
του 19ου αιώνα το Α΄ Δημοτικό Σχολείο Αρρένων2, ένα κτίριο με δύο δωμάτια που ήταν από τα πρώτα κτίρια που κτίστηκαν στην Ελευσίνα μετά την
ίδρυση του νεοελληνικού κράτους και το οποίο δε σώζεται σήμερα. Η μαθητική
παρουσία, ωστόσο στάθηκεσύμφωνα με την παράδοση η αφορμή για να λειτουργηθεί και
πάλι, μετά από αιώνες, ο ναός. Οι μαθητές του σχολείου χρησιμοποιούσαν
το εγκαταλελειμμένο κτίριο ως σημείο συνάθροισης. Περνώντας τα χρόνια, τρία
αγόρια 13 – 14 ετών, ο Χρήστος Μαρούγκας, ο Ιωάννης Δήμας ή Παρασκευάς και ο
Γεώργιος Παππάς υποστήριξαν ότι είδαν και οι τρεις τους επί τρία συνεχόμενα βράδια το ίδιο όνειρο: «Είδαν στην αυλή του σχολείου έναν ιερέα που κρατούσε στα
χέρια του το Ευαγγέλιο. Τους είπε πως είναι ο Άγιος Ζαχαρίας και πως
ήτανε το σπίτι του»3. Τα παιδιά ενημέρωσαν τους γονείς τους και άρχισαν άμεσα οι
ενέργειες για τον καθαρισμό της εκκλησίας. Ο ναός αποκαταστάθηκε και άρχισε
να λειτουργείται αφιερωμένος στον Προφήτη Ζαχαρία. Στη συνείδηση των
κατοίκων τα τρία αγόρια θεωρήθηκαν οι κτήτορες (ιδρυτές) του ναού και οι απόγονοί τους ακόμα θυμούνταιτο γεγονός.
Έκτοτε, ο ναός επηρεάστηκε από τις ανασκαφές που έγιναν
στην Ελευσίνα. Οι ανασκαφείς χρησιμοποίησαν το χώρο του ναού για να
συγκεντρώνουν αρχαιολογικά ευρήματα, ενώ, όταν στα 1882 ανέλαβε η
αρχαιολογική Εταιρεία των Αθηνών να εκτελέσει επιστημονικές ανασκαφές, ο πρώτος επιστήμονας ανασκαφέας, ο Δημήτριος Φίλιος, ανέσκαψε στο δάπεδο της
εκκλησίας «το μεγάλο ελευσινιακό ανάγλυφο», αναθηματικό αφιέρωμα των μέσων του
5ου αι. π.Χ. που παριστάνει την αποστολή του Τριπτόλεμου. Η θεά Δήμητρα
παραδίδει στον έφηβο Τριπτόλεμο τα πρώτα στάχυα σιταριού, ενώ η Περσεφόνη
τοποθετεί στεφάνι στο κεφάλι του. Σήμερα το ανάγλυφο αυτό βρίσκεται στο Εθνικό
Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας (αντίγραφό του διατηρείται και στο
Αρχαιολογικό Μουσείο Ελευσίνας) και αποτελεί σήμα κατατεθέν για την πόλη.
Χρησιμοποιήθηκε ως πάτωμα για τον ιερό ναό, όμως η ανάγλυφη παράσταση ήταν
προς τα κάτω, γεγονός που διέσωσε την απεικόνιση και ουσιαστικά
αποδεικνύει το σεβασμό των ντόπιων χριστιανών προς το ανάγλυφο της μυστηριακής Ελευσίνας.
Σημαντικότερη και πιο καθοριστική για την ιστορία του
μνημείου υπήρξε η ανασκαφή του Κωνσταντίνου Κουρουνιώτη το 1928. Ο Κουρουνιώτης
αντιλήφθηκε ότι κάτω από τον Άγιο Ζαχαρία υπήρχε παλαιότερο
οικοδομικό συγκρότημα.
Επρόκειτο για ένα γεγονός μεγάλης αρχαιολογικής σημασίας,
για την ανασκαφή του οποίου έπρεπε η τότε Κοινότητα Ελευσίνας να παραχωρήσει
το οικόπεδο που ήταν ιδιοκτησία της στην Αρχαιολογική Υπηρεσία. Πραγματικά το
οικόπεδο αυτό ανταλλάχτηκε με το οικόπεδο που είναι κτισμένο το παλαιό Δημαρχείο της πόλης, στην οδό Νικολαΐδου4.
Οι ανασκαφές αποκάλυψαν παλαιοχριστιανική βασιλική του αιώνα5, που την αποτελούσαν η κυρίως βασιλική, τρίκλιτη με
ημικυκλική αψίδα και δύο διαδοχικούς νάρθηκες, το βαπτιστήριο, πρόσκτιστο
στη βορειοδυτική γωνία, και δύο συνεχόμενοι ορθογώνιοι χώροι, αποδυτήριο
και φωτιστήριο, πρόσκτιστοι στην ανατολική πλευρά του βαπτιστηρίου και
στη βόρεια πλευρά της βασιλικής. Ο κυρίως ναός, σχεδόν τετράγωνος στην κάτοψη (15,70 μ.
μήκος και 15,40 μ. πλάτος), έφερε δύο σειρές κιονοστοιχίες, με πέντε κίονες
η καθεμία χτισμένους σε χτιστό στυλοβάτη, που χώριζαν το ναό σε τρία κλίτη. Η
πυκνή τοποθέτηση των κιόνων, οι διαστάσεις των παραστάδων και οι μεγάλες
μαρμάρινες δοκοί που ήρθαν στο φως με την ανασκαφή, πιστοποιούν ότι οι κίονες
απέληγαν σε ίσια και όχι τοξωτά μαρμάρινα επιστύλια. Ο διπλός νάρθηκας, γνώρισμα
των ελλαδικών βασιλικών, ήταν προσιτός από το νότο και αποτελούσε χώρο
παραμονής των κατηχούμενων, ενώ ο εξωνάρθηκας χωρίζεται με πιθανόν
μεταγενέστερους τοίχους σε τρία διαμερίσματα, από τα οποία αυτό που βρίσκεται στα
βόρεια είχε δύο πλινθόκτιστους τάφους. Αντίθετα, το βαπτιστήριο λόγω του
σχήματός του, τετράγωνο που περιβάλλεται από διαδρόμους, φανερώνει
αναλογίες με μικρασιατικά κτίσματα και αποκαλύπτει την επικοινωνία της
Ελευσίνας με άλλα χριστιανικά κέντρα. Στο κέντρο του βαπτιστηρίου βρέθηκε
σταυροειδής κολυμβήθρα (διαμέτρου 1 μ. και βάθους 0.33 μ.) από
πλίνθους και επένδυση μαρμάρινων πλακών, ενώ η επιγραφή με χαραγμένους παλιούς
χριστιανικούς χαρακτήρες που ανακαλύφθηκε πάνω σε μαρμάρινο υπέρυθρο:
«Υπέρ ευχής Αρτεμισίου και παντός του οίκου αυτού», πιθανόν
αποκαλύπτει τον κτήτορα του βαπτιστηρίου. Τέλος, στον ανατολικότερο από τους δύο
συνεχόμενους ορθογώνιους χώρους που είναι πρόσκτιστοι στην ανατολική
πλευρά του βαπτιστηρίου, βρέθηκε in situ μαρμάρινη καθέδρα αρχαίας
μορφής που στηρίζεται σε Λεοντόποδες, προφανώς σύλημα από το αρχαίο ιερό. Οι
μαρμάρινες γλυπτές πλάκες της παλαιοχριστιανικής βασιλικής, που παρουσιάζουν
ιδιαίτερο ενδιαφέρον, βρίσκονται στο Βυζαντινό Μουσείο της Αθήνας.
Η διάταξη του Ιερού Βήματος δεν είναι ακόμη σήμερα σαφής,
καθώς πιθανά ευρήματα καλύπτονται από το κτισμένο πάνω σ’ αυτό
μεταβυζαντινό ναό του Αγίου Ζαχαρία. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι το Ιερό
Βήμα του σημερινού ναού βρίσκεται στην ίδια θέση μ’ αυτό της παλαιοχριστιανικής
βασιλικής. Ωστόσο, οι επιστήμονες καταλήγουν ότι η βασιλική της Ελευσίνας,
εκτός από την αγία τράπεζα, το βωμό δηλαδή της θείας ευχαριστίας, ήταν
εφοδιασμένη και με άλλες βοηθητικές τράπεζες ( τράπεζα προθέσεως, παρατραπέζια και
άλλες), για τις οποίες δεν έχουμε εξακριβωμένη θέση6.
Ο σωζόμενος μεταβυζαντινός ναός του Αγίου Ζαχαρία,
αποτελεί μία μικρού μεγέθους μονόχωρη καμαροσκέπαστη βασιλική, με είσοδο από
δυτικά. Πάνω από την είσοδο υπάρχει ψηφιδωτό του Αγίου Ζαχαρία, ενώ
ψηλότερα υψώνεται μεταγενέστερο μικρό κωδωνοστάσιο, που απολήγει σε σταυρό.
Στο βόρειο τοίχο διακρίνεται μια τετοιχισμένη τοξωτή θύρα, όπως και στο
νότιο, στον οποίο, όμως, έχει τοποθετηθεί ψηφιδωτή εικόνα της Παναγίας με ένα
μόνιμα αναμμένο καντηλάκι. Η τοιχοδομία αποτελείται από σπαράγματα
αρχαίων μαρμάρων, από 6 αργούς λίθους και από πλίνθους, και ανάμεσά τους
ξεχωρίζει αρχαία μαρμάρινη επιγραφή που έχει εντοιχιστεί δεξιά της κεντρικής
εισόδου, γνωστή ως επιγραφή της Νικοστράτης, μυημένης στη λατρεία Δήμητρας και Κόρης.
Το εσωτερικού του ναού φέρει νεότερες τοιχογραφίες και τη φορητή εικόνα του
Αγίου Ζαχαρία που χρονολογείται στα 1912.
Η οροφή είναι διακοσμημένη κατά
κύριο λόγο με αστέρια και το τέμπλο που χωρίζει το ναό από το Ιερό Βήμα είναι
ξυλόγλυπτο.
Η προσπάθεια συντήρησης και ανάδειξης του ναού, με
ενέργειες όπως η τοποθέτηση χαμηλού κιγκλιδώματος, η αντικατάσταση των
παλαιών κεραμιδιών, η ανακατασκευή του ετοιμόρροπου μονόλοβου κωδωνοστασίου, η
ενίσχυση της υποθεμελίωσης των τοίχων, καθώς και η αφαίρεση των σαθρών
επιχρισμάτων και αρμολόγηση των εξωτερικών επιφανειών πιστοποιούν το
ενδιαφέρον της τοπικής και όχι μόνο κοινωνίας για το μικρό εκκλησάκι που έχει
διαχρονικά συνδεθεί με τη ζωή των κατοίκων.
1.
Blouet A., Expédition scientifique de Morée par Abel Blouet, τόμ. ΙΙΙ, σελ. 65.
2.
Burnouf E., D’ Athènes à Corinthe par Emile Burnouf, Extrait des “Nouvelles de
voyages”, Paris 1856, σελ. 17.
3. Κονδύλης Γ., «Ναΰδριο προφήτου Ζαχαρίου Ελευσίνας,
παλαιοχριστιανική βασιλική
5
ου αι. μ.Χ.», Ζ΄ Συμπόσιο Ιστορίας και Λαογραφίας
Αττικής, Πρακτικά Συμποσίου,
Μάιος 1997, σελ. 358-362.
4. Καλλιόπη Λεχουρίτη-Σακελλαρίου, Ελένη Πατάλα-Ρούσου,
«Τα δημόσια κτήρια και
οι κατοικίες στην Ελευσίνα κατά τα τέλη του 19ου και τις
αρχές του 20ού αι.», Ζ΄
Συμπόσιο Ιστορίας και Λαογραφίας Αττικής, Πρακτικά
Συμποσίου, Μάιος 1997, σελ.
450-457.
5. Η χρονολόγηση αυτή βασίζεται στη χρήση του ευθέος
επιστηλίου και στη
διακόσμηση ενός διασωθέντος ογκώδους θωρακίου όπου φέρει
εντός κύκλου
σταυρό και εκατέρωθεν Α Ω.
6. Δημήτριος Πάλλας, «Από την παλαιοχριστιανική
Ελευσίνα», Διεθνές Συνέδριο για τη
σωτηρία της Ελευσίνας και των αρχαιοτήτων της,
Σεπτέμβριος 1985, σελ. 104-109.