Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2019

Τιθορέα

Η Τιθορέα ή Βελίτσα -όπως ήταν η ονομασία της μέχρι το 1926- βρίσκεται στις βορειοανατολικές πλαγιές του Παρνασσού στη θέση όπου βρισκόταν η αρχαία Τιθορέα, σε υψόμετρο 440μ.





































Η Τιθορέα θεωρείτο ως η αρχαία μητρόπολη των Φωκέων, αφού, όπως αναφέρει ο Παυσανίας στα «Κορινθιακά», σε αυτήν εγκαταστάθηκε με το λαό του ο Φώκος, ο γενάρχης των Φωκέων, και σε αυτή ενταφιάστηκε μαζί με τη γυναίκα του Αντιόπη.

Φαίνεται ότι ο Παυσανίας ορμάται από αυτό για την ιδιαίτερη διάκριση που κάνει στην Τιθορέα, όταν την παρουσιάζει στην ίδια ενότητα με το ιερό των Δελφών, αποκομμένη από την γύρω της περιοχή. Αυτό φαίνεται ήδη από την εισαγωγή των Φωκικών, όπου ορίζει τη Φωκίδα με βάση τον άξονα Τιθορέας – Δελφών, παραβλέποντας την πολύ πιο σημαντική πόλη Ελάτεια που βρίσκεται κοντά στην Τιθορέα.

Ιστορία
Η αρχαία Τιθορέα ήταν Φωκική πόλη, κτισμένη στις ανατολικές πλαγιές του Παρνασσού, στην ίδια θέση όπου ευρίσκεται σήμερα το ομώνυμο χωριό. Η αρχαία πόλη κτίστηκε μετά την καταστροφή των γειτονικών Φωκικών πόλεων από τον στρατό του Ξέρξη στην πορεία του προς την Αθήνα μετά τη μάχη των Θερμοπυλών το 480 π. Χ. Όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος, οι φοβισμένοι κάτοικοι των κατεστραμμένων πόλεων που βρίσκονταν στις όχθες του Κηφισού, μεταξύ των οποίων και ο Νεών [1], οι Πεδιείς και η Τριταία, κατέφυγαν για να σωθούν στις πλαγιές του Παρνασσού και σε μια κορυφή που ονομαζόταν Τιθορέα. Κατά τον Παυσανία η κορυφή εκείνη όφειλε το όνομά της στην «Αμαδρυάδα» νύμφη Τιθορέα, μια νύμφη που ζούσε μέσα στο δάσος.

Η πόλη Νεών δεν έχει εντοπισθεί. Εικάζεται ότι σ’ αυτήν ανήκουν τα ερείπια που βρίσκονται στη θέση “Παλιαφήβα”. Φαίνεται ότι ήταν σπουδαία πόλη της περιοχής κατά τους κλασσικούς χρόνους, απ’ τους οποίους διασώζονται και δύο οβολοί με τα αρχικά της γράμματα “ΝΕ”. Η πόλη των Πεδιέων ίσως βρίσκονταν στην Κάτω Τιθορέα.

Μετά την απομάκρυνση των Περσών οι Φωκείς κατέβηκαν ξανά στις πόλεις τους στην κοιλάδα, ενώ αργότερα οι κάτοικοι κυρίως της πόλης Νεών έχτισαν σε απόκρημνο σημείο του Παρνασσού – στην περιοχή της Τιθορέας – ένα ισχυρό φρούριο το οποίο σταδιακά εξελίχθηκε σε μία ακμάζουσα πόλη που αφομοίωσε τον πληθυσμό των παλαιότερων γειτονικών πόλεων, του Νεώνα (ή Νέωνες), της Τριταίας και των Παραποτάμιων. Την πόλη ονόμασαν Τιθορέα σε ανάμνηση της κορυφής που βρισκόταν ψηλότερα και στην οποία είχαν διασωθεί οι πρόγονοί τους κατά την περσική εκστρατεία.
Ο ιστορικός Διόδωρος ο Σικελιώτης αναφέρει ότι κατά τον τρίτο ιερό πόλεμο (356-346 π.Χ.), σε απόκρημνο σημείο του βράχου της Τιθορέας αυτοκτόνησε τραυματισμένος (354 π.Χ.) ο στρατηγός των Φωκέων Φιλόμηλος, που κατάγονταν από τη γειτονική πόλη Λέδων [1]. Σύμφωνα όμως με τοπική παράδοση, ο Φιλόμηλος σκοτώθηκε κατά την οπισθοχώρηση του στρατού του, όταν, στην προσπάθειά του να περάσει από απόκρημνο σημείο, έπεσε στο κενό. Μετά την επέμβαση του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας, η Τιθορέα ακολούθησε τη μοίρα των υπολοίπων φωκικών πόλεων. Αργότερα, όταν επιτράπηκε να ξαναχτιστούν οι φωκικές πόλεις, ο Νεών δεν επανεμφανίζεται πλέον, αλλά στη θέση του αναφέρεται η Τιθορέα ή Τιθόρα.
Στην μέγιστη ακμή της η Τιθορέα έφθασε τον τρίτο αιώνα π.Χ., οπότε και έκοψε δικό της νόμισμα, κατά την εποχή της Αιτωλικής Συμμαχίας (279 – 168 π. Χ.). Στον εμπροσθότυπο του νομίσματος εικονίζεται νεανική ανδρική δαφνοστεφής κεφαλή (ίσως του Απόλλωνα) και στον οπισθότυπο, αιχμή δόρατος, σιαγών κάπρου και η επιγραφή “ΤΙΘΟΡΡΕΩΝ”.
Στην πόλη υπήρχαν αρκετά μνημεία, όπως αναφέρει ο Παυσανίας. Το ιερό άλσος της Αθηνάς με το ναό και το άγαλμά της, ο ναός του Ασκληπιού Αρχαγέτου και το Θεραπευτήριο, λίγο έξω απ’ την πόλη, στον οποίο κατέφευγαν για θεραπεία εκτός των Τιθορέων και οι άλλοι Φωκείς, αγορά και θέατρο, πιθανά κοντά στο Θεραπευτήριο.
Τον 2ο π.Χ. αιώνα η Τιθορέα ακολούθησε την τύχη της υπόλοιπης Ελλάδας και υποτάχθηκε στους Ρωμαίους Κατά τη Ρωμαϊκή εποχή στην περιοχή λατρεύονταν και αιγυπτιακές θεότητες, ο Σάραπις, η Ίσις και ο Άνουβις. Ο ναός του Σάραπη υπήρχε στο χώρο που σήμερα υπάρχει το εκκλησάκι του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, στον περίβολο του οποίου βρέθηκαν έξη απελευθερωτικές επιγραφές δούλων οι οποίοι συμβολικά πωλούνταν στον Σάραπη, ενώ ο ιερέας φρόντιζε να μην καταπατηθεί η απελευθερωτική πράξη. Σε έναν περίβολο έξω απ’ την πόλη, υπήρχε το Άδυτο της θεάς Ίσιδος.
Σύμφωνα με ένα εξαίρετο επίγραμμα που έχει διασωθεί, στην Τιθορέα έζησε και πέθανε ο φημισμένος Αλεξανδριανός γιατρός Δωρόθεος. Επίσης, ο Διογένης ο Λαέρτιος αναφέρει στο έργο του «Βίοι Φιλοσόφων», ότι από την Τιθορέα καταγόταν Θέων ο Τιθορεύς, ένας αξιόλογος φιλόσοφος που έζησε τον 4ο αι. π.Χ. Πολύ συχνά μνημονεύει την Τιθορέα και ο Πλούταρχος, ο οποίος μάλιστα είχε εκεί έναν στενό φίλο, τον Σώκλαρο, που ασχολούνταν ερασιτεχνικά με πειράματα φυτικής [2].
Το 476 π.Χ. περίπου η περιοχή πέρασε στην σφαίρα της επιρροής του Νεότευκτου Βυζαντινούς κράτους. Τα πρώτα χριστιανικά χρόνια η περιοχή πέρασε μια σκληρή εποχή διωγμών των Χριστιανών, όπως μαρτυρούν πέντε τάφοι που βρέθηκαν στον Άγιο Ιωάννη, οι οποίοι πιστεύεται ότι ανήκουν στα μέλη οικογένειας ιερέα που είχαν θανατώθηκαν ομαδικά. Στο έργο «Συνέκδημος» του Ιεροκλέους η Τιθώρα αναφέρεται ως έδρα Επισκόπου τον 5ο αι. μ.Χ.
Και κατά την Βυζαντινή περίοδο η Τιθορέα ήταν σημαντικό εμπορικό και διοικητικό κέντρο με πολλούς χριστιανικούς ναούς.
Το χωριό είχε αξιόλογη συμμετοχή στην επανάσταση του 1821. Ο Οδ. Ανδρούτσος, που έδρασε στην περιοχή, χρησιμοποίησε σαν ορμητήριο μια σπηλιά που βρίσκεται στην ΝΑ απόκρημνη πλευρά του χωριού, σε απόσταση 3 χλμ. Επίσης ο Γ. Καραϊσκάκης εγκατέστησε στην Τιθορέα το αρχηγείο του.


Γράφει χαρακτηριστικά ο Ηρόδοτος ( Ιστορίαι VIII 32, 5 ) : “Ως δε εκ της Δωρίδος ες την Φωκίδα εσέβαλον, αυτούς μεν τους Φωκέας ουκ αιρέουσι. Οι μεν γαρ των Φωκέων ες τα άκρα του Παρνησού ανέβησαν ( έστι δε και επιτηδέη δέξασθαι όμιλον η κορυφή, κατά Νέωνα πόλιν κειμένη επ’ εωυτής, Τιθορέα ούνομα αυτή, ες την δη ανηνείκαντο και αυτοί ανέβησαν )” .
Η κορυφή εκείνη ονομάζονταν “Τιθορέα” , ( από “Τιθορέας, νύμφης Αμαδρυάδος” , που ζούσε δηλ. μέσα στα δένδρα του δάσους, προσθέτει αργότερα ο Παυσανίας) .Όταν πέρασε ο κίνδυνος, οι κάτοικοι κατέβηκαν ξανά στις πόλεις τους στην κοιλάδα, κι αργότερα οι κάτοικοι κυρίως της πόλης Νέων έχτισαν σε απόκρημνη βαθμίδα του Παρνασού ένα πολύ οχυρό φρούριο, το οποίο σιγά –σιγά εξελίχθηκε σε ολόκληρη πόλη, η οποία, κατά το δεύτερο ήμισυ του 4ου αιώνα, υποκατέστησε τη Νέωνα και ονομάστηκε “Τιθορέα” σ’ ανάμνηση της κορυφής, που βρίσκονταν από πάνω και στην οποία είχαν διασωθεί οι πρόγονοι κατά την περσική εκστρατεία του 480 π. Χ.